Βιέν

Βιέν
(Vienne). Πόλη (30.386 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, στον νομό Ιζέρ, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ροδανού-Άλπεων, στην αριστερή όχθη του Ροδανού και 25 χλμ. Ν της Λιόν. Η Β. είναι βιομηχανικό κέντρο και παράγει μάλλινα είδη, χαρτί, υποδήματα και υφαντουργικές μηχανές. Στην περιοχή καλλιεργούνται δημητριακά και κτηνοτροφές. Την ίδια ονομασία φέρουν επίσης ένας ποταμός και ένας νομός (6.990 τ. χλμ., 399.024 κάτ. το 1999) της κεντροδυτικής Γαλλίας. Ιστορία. Η αρχαία πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από Κρητικούς αποίκους, και μάλιστα πήρε το όνομα της Βιάννας (βλ. λ.), μιας νέας από την Κρήτη που υπήρξε πρώτη οικίστρια της πόλης. Βρισκόταν σε υπερυψωμένο μέρος, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Το θέατρο και ο ναός της θεάς Κυβέλης (1ος αι.) θεωρούνται υπολείμματα αυτής της ελληνικής αποικίας. Η ακρόπολη της πόλης χτίστηκε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Η πόλη υπήρξε κατόπιν ρωμαϊκή αποικία και η ακμή της τοποθετείται στην εποχή της αυτοκρατορίας της Γαλατίας (258-273 μ.Χ.). Τον 4ο αι. έγινε μητρόπολη της επαρχίας και έδρα επισκοπής. Το 1562 πέρασε στους Ουγενότους (Γάλλους διαμαρτυρόμενους) έως το 1590, που κατακτήθηκε από τον Μονμορασί. Στην αγορά υπάρχει ναός της ρωμαϊκής εποχής καλά διατηρημένος σήμερα, αφιερωμένος στον Αύγουστο και στη Λιβία. Κοντά στον ναό υπάρχουν θέρμες που ονομάζονται παλάτια των καναλιών. Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου (10ος αι.), που είναι σήμερα μουσείο, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του είδους στη Γαλλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βιέν, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Vien, 1716 – 1809). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου Νατουάρ στο Παρίσι και το 1745 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το μεγάλο βραβείο της Ρώμης για τον πίνακά του Η πανούκλα στα χρόνια του βασιλιά Δαβίδ. Τo 1864… …   Dictionary of Greek

  • Πουατού — (Poitou). Ιστορική περιοχή της δυτικής Γαλλίας και παλαιά επαρχία του βασιλείου, πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Βρέχεται Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό και ορίζεται από τον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο προς ΒΔ και από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο προς ΝΑ… …   Dictionary of Greek

  • μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Λιμόζ — (Limoges). Πόλη (133.924 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Λιμουζέν και του νομού Άνω Βιέν (Haute Vienne, 5.520 τ. χλμ., 353.893 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Βιέν. Από τα τέλη του 18ου αι. ήταν φημισμένη για… …   Dictionary of Greek

  • Πουατιέ — (Poitiers). Πόλη της δυτικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Κλεν. Είναι πρωτεύουσα του νομού Βιεν. Το Π. είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της Γαλλίας. Ιδρύθηκε από τους Γαλάτες. Από τον 9o μέχρι τον 18o αι. ήταν πρωτεύουσα της κομητείας και… …   Dictionary of Greek

  • Βίαννα — Μυθολογικό πρόσωπο. Νέα από την Κρήτη που ξεκίνησε, εξαιτίας της ξηρασίας, για να βρει νέα πατρίδα και αποβιβάστηκε με άλλους συμπατριώτες της σε ελώδεις θέσεις που υπέδειξε το μαντείο κοντά στον Ροδανό της Γαλλίας. Εκεί όμως έπεσε σε κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… …   Dictionary of Greek

  • Ιζέρ — I (Isère). Ποταμός (περ. 80 χλμ.) της βόρειας Γαλλίας και του δυτικού Βελγίου. Πηγάζει από το Σεντ Ομέρ και εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, σε απόσταση 3 χλμ. από το Νιούπορτ. Μάχη του Ι. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό το τελευταίο επεισόδιο της… …   Dictionary of Greek

  • Λιμουζέν — (Limousin). Διοικητική περιφέρεια (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ. το 1999) της Γαλλίας με πρωτεύουσα τη Λιμόζ (βλ. λ.). Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κεντρικού Ορεινού Όγκου και περιλαμβάνει τους νομούς Άνω Βιέν (Haute Vienne), Κορέζ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”